-
1 αδρυς
-
2 αδρύς
ιά, ύ1) см. αδρός 1, 2; 2) шероховатый, шершавый; 3) острый (о пище); 4) прогорклый -
3 ἄδρῡς
См. также в других словарях:
άδρυς — ἄδρυς ( υος), υ (Α) [δρῡς] αυτός που δεν έχει δρυς και γενικότερα δέντρα, ο άδεντρος … Dictionary of Greek
αδρύς — ιά, ύ ο αδρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός, κατά τα παχύς, δασύς] … Dictionary of Greek
αδρύς, -ιά, -ύ — βλ. αδρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδριαίνω — και αδρίζω άδρισα, γίνομαι αδρύς, σκληρύνομαι: Αδρίσανε οι χούφτες του από την τσάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)