-
1 άδεκτος
-
2 ἄδεκτος
-
3 αδεκτος
2не принимающий в себя, невосприимчивый(κακοῦ Plut.)
οὐκ ἄ. μεταβολῆς Plut. — доступный изменениям, могущий изменяться -
4 ἄδεκτος
A not receptive, Thphr.Metaph.9: c. gen., not capable of, τῆς εὐδαιμονίας Hippod.ap Stob.4.39.26;τοῦ μοιχεύειν Phld. D.3
Fr.78;μεταβολῆς Plu.2.1025c
, cf. Plot.3.6.13, Herm. ap. Stob. 3.11.31, Procl.in Prm.p.842 S., etc.II [voice] Pass., incomprehensible, dub. l. in Ph.1.486.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄδεκτος
-
5 ἄδεκτος
ἄ-δεκτος, nicht annehmend, unempfänglich -
6 άδεκτον
-
7 ἄδεκτον
-
8 άδεκτα
-
9 ἄδεκτα
-
10 άδεκτε
-
11 ἄδεκτε
-
12 άδεκτοι
-
13 ἄδεκτοι
-
14 αδέκτοις
-
15 ἀδέκτοις
-
16 αδέκτους
-
17 ἀδέκτους
-
18 αδέκτων
-
19 ἀδέκτων
См. также в других словарях:
ἄδεκτος — not receptive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεκτος — και άδεχτος η, ο (Α ἄδεκτος, ον) [δέχομαι] αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε δεκτός αρχ. ο μη ικανός να δεχτεί ή να αποκτήσει κάτι, ο ανεπίδεκτος … Dictionary of Greek
ἄδεκτον — ἄδεκτος not receptive masc/fem acc sg ἄδεκτος not receptive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκτοις — ἄδεκτος not receptive masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκτους — ἄδεκτος not receptive masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκτων — ἄδεκτος not receptive masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεκτα — ἄδεκτος not receptive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεκτε — ἄδεκτος not receptive masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεκτοι — ἄδεκτος not receptive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεχτος — και ανάδεχος, η, ο ο άδεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + δέχομαι. Ο τύπος ανάδεχος με διπλή άρνηση: αν ά δεχος] … Dictionary of Greek
ԱՆԸՆԴՈՒՆԱԿ — ( ) NBH 1 0148 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 12c ա. ἅδεκτος, ἁμέτοχος incapax, expers Որ չէ՛ ընդունակ. անկցորդ. անբաժ. անտեղի տալի. տեղիք չտուօղ, անյարմար. ... *Հրեշտակք անկցորդք են եւ անընդունակ ամենայն ախտի. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)