-
1 άδειπνος
-
2 ἄδειπνος
-
3 αδειπνος
2непообедавшийηὐλίσθησαν ἄνευ πυρὸς καὴ ἄδειπνοι Xen. — они расположились лагерем, не зажигая огней и не поевши
-
4 ἄδειπνος
ἄδειπνος, ον,A without the evening meal, supperless, Hp.Aph.5.41, X.An.4.5.21, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄδειπνος
-
5 ἄδειπνος
-ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 DnTh 6,19without the evening meal, supperless -
6 ἄδειπνος
-
7 άδειπνον
ἄδειπνοςwithout the evening meal: masc /fem acc sgἄδειπνοςwithout the evening meal: neut nom /voc /acc sg -
8 ἄδειπνον
ἄδειπνοςwithout the evening meal: masc /fem acc sgἄδειπνοςwithout the evening meal: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀπό-δειπνος
ἀπό-δειπνος, vom Essen herkommend; = ἄδειπνος Hesych.
-
10 αδείπνητος
η, ο [ος, ον ], άδειπνος, η, ο не поужинавший, оставшийся без ужина -
11 άδειπνα
-
12 ἄδειπνα
-
13 άδειπνοι
-
14 ἄδειπνοι
-
15 αδείπνοις
-
16 ἀδείπνοις
-
17 αδείπνου
-
18 ἀδείπνου
-
19 αδείπνους
-
20 ἀδείπνους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄδειπνος — without the evening meal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδειπνος — η, ο (Α ἄδειπνος, ον) [δεῑπνον] αυτός που δεν δείπνησε, που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνητος … Dictionary of Greek
ἄδειπνον — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem acc sg ἄδειπνος without the evening meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνοις — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνου — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνους — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνων — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνῳ — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδειπνα — ἄδειπνος without the evening meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδειπνοι — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek