-
1 άδαστα
-
2 ἄδαστα
См. также в других словарях:
ἄδαστα — ἄδαστος undivided neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 άδαστα
2 ἄδαστα
ἄδαστα — ἄδαστος undivided neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)