-
1 ἀγα
ἀγα, eigtl. über, auf; in Zusammensetzungen: sehr -
2 ἀγα-σθενής
ἀγα-σθενής, ές, sehr stark, βασιλεῖς Ep. ad. 375 a (IX, 688); ἡρώων Opp. Cyn. 1, 3.
-
3 ἀγα-κτιμένα
ἀγα-κτιμένα, Κυράνας πόλις Pind. P. 5, 76, gut gebaut.
-
4 ἀγα-κλυτός
ἀγα-κλυτός, ή, όν, sehr berühmt, Hom. Iliad. nur 6, 436, Odyss. öfter; ἀγ. δῶματα Od. 3, 388 u. 428. 7, 3 u. 46, sonst Beiw. von Heroen.
-
5 ἀγα-κλυμένη
ἀγα-κλυμένη, Ἐρύθεια Antim. 25, hochberühmt.
-
6 ἀγα-κλειτός
ἀγα-κλειτός, ή, όν, dasselbe p. ( ἕνδοξος), Hom. Beiw. von Helden, auch ἐπίκουροι Il. 12, 161, πυλαωροί 21, 536, Γαλάτεια Iliad. 18, 45, βασίλεια Odyss. 17, 376. 468. 18, 351. 21, 275, ἑκατόμβη Od. 3, 59. 7, 262; – Hes. Τυρσηνοί Theog. 1015; Soph. πάϑος Ἡρακλέους Tr. 852, ch.; öfter bei Sp.
-
7 ἀγα-κλεής
ἀγα-κλεής, ές (ἄγαν κλέος), sehr berühmt, Hom. stets von Menschen, nur in der Il., 16, 738 u. 23, 529 gen. ἀγακλῆος, 17, 716 u. 21, 373 voc. ἀγακλεές; – acc. - έᾰ κούραν Pind. P. s, 166; αἶσαν I. 1, 34; ἀγακλέας ὀργεῶνας Antimach. frg. 36; ἀγακλέϊ νίκῃ Athl. stat. 56 ( Plan. 377); Maneth. ἀγακληεῖς, nom. pl.
-
8 ἀγά-στονος
ἀγά-στονος (στένω), sehr stöhnend, dah. 1) stark brausend, Ἀμφιτρίτη Hom. Od. 12, 97 ( ἅπαξ εἰρημ.); H. Ap. 54. – 2) laut wehklagend, Aesch. Hept. 95; Epig. arithm. probl. 17 (XIV, 123).
-
9 ἀγά-συρτος
ἀγά-συρτος nannte Alcaeus (frg. 6) den Pittakus nach Dio K, Laert. 1, 81, der es ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός erklärt.
-
10 ἀγά-φθεγκτος
ἀγά-φθεγκτος ἀοιδή, Pind. Ol. 6, 91, stark tönender Sang.
-
11 ἀγακλεής
ἀγα-κλεής, sehr berühmt (stets von Menschen); dessen Ruhm vorzüglich ist, ruhmreich, hochgepriesen -
12 ἀγακλειτός
ἀγα-κλειτός, Beiwort von Helden: sehr gepriesen -
13 ἀγακλυμένη
-
14 ἀγακλυτός
ἀγα-κλυτός, sehr berühmt, hochberühmt, prächtig: sonst Beiwort von Heroen -
15 ἀγακτίμενος
ἀγα-κτίμενος, gut od. schön gebaut -
16 ἀγασθενής
-
17 ἀγάστονος
ἀγά-στονος, sehr stöhnend, dah. (1) stark brausend, laut tosend. (2) laut wehklagend -
18 ἀγάφθεγκτος
-
19 παρα-τρέφω
παρα-τρέφω (s. τρέφω), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγα-πητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.
-
20 κνεφάζω
κνεφάζω, verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα ϑεόϑεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄγα — ἄγᾱ , ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) ἄγᾱ , ἄγη wonder fem nom/voc/acc dual ἄγᾱ , ἄγη wonder fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄγᾱ , ἄγος any matter of religious awe neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἄ̱γᾱ , ἀγάω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγα- — ἀγα (επιτατικά πρόθημα) (Α) πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με το αβεστ. aš , π.χ. aš aoĵah (= με πολλή δύναμη), οπότε το α (αγ α) είναι απλό «φωνητικό στήριγμα» (Schwyzer). Αλλοι τό συνδέουν με το μέγα, τού οποίου μπορεί να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
-αγα — ρηματική κατάληξη παρατατικού συνηρημένων ρημάτων, π.χ. νικώ νίκαγα, πουλώ πούλαγα, τραγουδώ τραγούδαγα κ.ά. Η κατάληξη προήλθε από τον μεταπλασμό τής καταλήξεως ει τού πρτ. τών συνηρ. ρημάτων (εθώρ ει) σε ειε (εθώρ ειε), επειδή η κατάληξη ε ήταν … Dictionary of Greek
ἀγᾶ — ἀγάω pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀγάω pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγάζω exalt overmuch fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγᾷ — ἀγάω pres subj mp 2nd sg ἀγάω pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγάω pres subj act 3rd sg ἀγάω pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀγάζω exalt overmuch fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγάζω exalt overmuch fut ind act 3rd sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγά Χαν — Τίτλος που παραχώρησε o σάχης της Περσίας στον ιμάμη (ανώτατο αρχηγό) των ισμαηλιτών το 1834 και που φέρουν ακόμη και σήμερα οι απόγονοί του. Στην τουρκική γλώσσα σημαίνει μέγας κύριος. Έπειτα από μια αποτυχημένη εξέγερση των οπαδών του στην… … Dictionary of Greek
Εμίν Αγά, χάνι — Ιστορικό χάνι στον νομό Ιωαννίνων, στη κοιλάδα του Λούρου. Υπήρξε έδρα του ελληνικού γενικού στρατηγείου κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων, το 1913. Σήμερα στεγάζει μικρή μουσειακή συλλογή, με ενθυμήματα του στρατηγείου … Dictionary of Greek
ἀγάσαι — ἀγά̱σᾱͅ , ἀγάω pres part act fem dat sg (doric) ἀγά̱σαῑ , ἀγάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) ἀγά̱σᾱͅ , ἀγάζω exalt overmuch fut part act fem dat sg (doric) ἀγάζω exalt overmuch aor inf act ἀγάσαῑ , ἀγάζω exalt overmuch aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγας — ἄγᾱς , ἄγη wonder fem acc pl ἄγᾱς , ἄγη wonder fem gen sg (doric aeolic) ἄ̱γᾱς , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄγᾱς , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АГАФОН — • Άγαθων, сын Тисамена, друг Еврипида, афинский трагический поэт, родился ок. 448 г., одержал свою первую драматическую победу в 416 г. и ранее 405 г. отправился ко двору македонского царя Архелая; там, вероятно, и умер под конец 94… … Реальный словарь классических древностей
τἀγαθῇ — ἀγᾱθῇ , ἀγάω aor subj pass 3rd sg (doric aeolic) ἀγαθῇ , ἀγαθός good fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)