-
1 άγροικον
ἄγροικοςdwelling in the fields: masc /fem acc sgἄγροικοςdwelling in the fields: neut nom /voc /acc sg -
2 ἄγροικον
ἄγροικοςdwelling in the fields: masc /fem acc sgἄγροικοςdwelling in the fields: neut nom /voc /acc sg -
3 αγροίκον
-
4 ἀγροῖκον
-
5 ἄποχος
-
6 ῥάστωρ
ῥάστωρ· κρατήρ, Hsch. (cf. ῥαίστωρ). [full] ῥατάναν· τορύνην, Id. (cf. βρατάναν, also ῥοταρία). [full] ῥάτερος, α, ον, [dialect] Dor. [comp] Comp. of ῥᾴδιος (q. v.). [full] ῥατίζει· πρεσβεύει, Id. [full] ῥατιχεύειν· καταρᾶσθαι, Id. [full] ϝράτρα, Elean for ῥήτρα. [full] ῥατῶνα· ῥεκτῆρα, σφαγέα, Hsch. [full] ῥαυλόν: ἄγραυλον, ἄγροικον, Id.
См. также в других словарях:
ἀγροῖκον — ἀγροῖκος masc/fem acc sg ἀγροῖκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγροικον — ἄγροικος dwelling in the fields masc/fem acc sg ἄγροικος dwelling in the fields neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCAEVAE — sunt, qui sinistrâ pro dextra utuntur, ex quo diminutivum Scaevola, Graece Σκαιόλας. Utrumque nomen in cognomen abiit. Namque ad Scaevam quendam scribit Horat. l. 1. ep. 17. ubi Torrentius observat, Iuniorum et Cassiorum cognominis illus fuisse.… … Hofmann J. Lexicon universale
αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) … Dictionary of Greek
ραυλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγραυλον, ἄγροικον» … Dictionary of Greek