-
1 άγραπτος
-
2 ἄγραπτος
-
3 ἄγραπτος
ἄγραπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγραπτος
-
4 άγραπτον
-
5 ἄγραπτον
-
6 αγράπτως
-
7 ἀγράπτως
-
8 άγραπτα
-
9 ἄγραπτα
-
10 αγραπτότατος
-
11 ἀγραπτότατος
-
12 αγράπτων
-
13 ἀγράπτων
-
14 ἀγράμματος
ἀγράμμ-ᾰτος, ον,A illiterate, X.Mem.4.2.20, Damox.2.12, Epicur. Fr. 236, AP11.154 (Lucill.), cf. S.E.M.1.99; unable to read or write, Pl.Ti. 23a. Adv.- τως Ph.1.195
, Arr.Epict.2.9.10.III of animals, unable to utter articulate sounds, Arist.HA 488a33.2 of sounds, inarticulate, Id.Int. 16a29, D.L.3.107; incapable of being written, Porph.Abst.3.3, cf. Eustr.in APo.102.19; ᾠδὴ ἀ. song without words, Phld.Po.2Fr.47.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγράμματος
См. также в других словарях:
ἄγραπτος — unwritten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραπτος — και –φτος, η, ο (ἄγραπτος, ον) [γράφω] αυτός που δεν γράφτηκε, ο άγραφος* νέολλ. αυτός που δεν έγραψε … Dictionary of Greek
ἀγράπτως — ἄγραπτος unwritten adverbial ἄγραπτος unwritten masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραπτον — ἄγραπτος unwritten masc/fem acc sg ἄγραπτος unwritten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραπτότατος — ἄγραπτος unwritten masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράπτων — ἄγραπτος unwritten masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραπτα — ἄγραπτος unwritten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… … Dictionary of Greek
άγραφτος — η, ο βλ. άγραπτος και άγραφος … Dictionary of Greek
αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… … Dictionary of Greek