-
1 stérile
άγονος -
2 jalový
άγονος -
3 neplodný
άγονος -
4 neúrodný
άγονος -
5 sterilní
άγονος -
6 bezpłodny
άγονος -
7 niepłodny
άγονος -
8 nieurodzajny
άγονος -
9 sterylny
άγονος -
10 неплодородный
άγονοςμη έφοροςάκαρπος, στείροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неплодородный
-
11 semeresiz
άγονος, άκαρπος -
12 verimsiz
άγονος, αντιπαραγωγικός -
13 неплодородный
-
14 бесплодный
άτεκνος, στείρος, στέρφος, (о почве) άγονος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесплодный
-
15 бесприбыльный
1. (нерентабельный) ασύμφορος, μη επικερδής, άγονος 2. (некоммерческий) μη κερδοφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесприбыльный
-
16 бесшюдный
бесшюд||ныйприл1. ἄγονος/ ἀφορος (о почве);2. перен ἀκαρπος, ἀνώφελος/μάταιος (тщетный). -
17 голодный
голод||ныйприл1. νηστικός, πεινασμένος:быть \голодныйным εἶμαι νηστικός, εἶμαι πεινασμένος·2. (неурожайный, скудный) ἀφορος, ἄγονος:\голодный край ἡ ἄγονη περιοχή· \голодный годто ἀφορο ἐτος· \голодный паек τό σιτηρέσιο πείνας·3. (вызванный голодом):\голодныйная смерть ὁ θάνατος ἀπ' τήν πείνα, ἡ λιμοκτονία. -
18 неплодородный
неплодородныйприл ἄγονος, ἄφορος, ἄκαρπος. -
19 неплодотворный
неплодотво́рн||ыйприл ἄγονος, ἄκαρπος, στείρος, ἀνωφελΐ-ς:\неплодотворныйая работа ἡ ἄγονη ἐργασία, ἡ στείρα δουλειά. -
20 barren
['bærən](not able to produce crops, fruit, young etc: barren soil; a barren fruit-tree; a barren woman.) στείρος, άγονος
См. также в других словарях:
ἄγονος — unborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγονος — η, ο (Α ἄγονος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει κάτι, ο μη γόνιμος 2. (για πρόσωπα και ζώα) στείρος 3. (για τη γη) άκαρπος, άφορος, χέρσος 4. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελος αρχ. 1. αγέννητος 2. άτεκνος, άκληρος 3. φρ. «ἄγονος… … Dictionary of Greek
άγονος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι γόνιμος: Στο μέρος εκείνο η γη ήταν άγονη. 2. ο χωρίς αποτέλεσμα, ο μάταιος: Άγονες ήταν όλες οι προσπάθειές του να τον πείσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγονώτερον — ἄγονος unborn masc acc comp sg ἄγονος unborn neut nom/voc/acc comp sg ἄγονος unborn adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονώτατα — ἄγονος unborn adverbial superl ἄγονος unborn neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνως — ἄγονος unborn adverbial ἄγονος unborn masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονωτάταις — ἄγονος unborn fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονωτάτην — ἄγονος unborn fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονώτερα — ἄγονος unborn neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονώτεροι — ἄγονος unborn masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνους — ἄγονος unborn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)