Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄγνινος

См. также в других словарях:

  • άγνινος — ἄγνινος, η, ον (Α) [ἄγνος] ο κατασκευασμένος από αγνό, από λυγαριά …   Dictionary of Greek

  • ἀγνίναις — ἄγνινος made of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του Τίφυα, κυβερνήτη της Αργώς, που πέθανε κατά τη διάρκεια του πλου στη χώρα των Μαριανδυνών του Πόντου. * * * ἄγνιος, ον (Α) ο ἄγνινος* …   Dictionary of Greek

  • άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»