-
1 άγναμπτος
-
2 ἄγναμπτος
-
3 ἄγναμπτος
ἄγναμπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγναμπτος
-
4 άγναμπτον
-
5 ἄγναμπτον
-
6 άκναμπτον
-
7 ἄκναμπτον
-
8 άκναμπτος
-
9 ἄκναμπτος
-
10 αγναμπτότατος
-
11 ἀγναμπτότατος
-
12 αγναμπτότερος
-
13 ἀγναμπτότερος
-
14 αγνάμπτοιο
-
15 ἀγνάμπτοιο
-
16 αγνάμπτοις
-
17 ἀγνάμπτοις
-
18 αγνάμπτοισιν
-
19 ἀγνάμπτοισιν
-
20 αγνάμπτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άγναμπτος — ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, ον (Α) άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω] … Dictionary of Greek
ἄγναμπτος — unbending masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγναμπτον — ἄγναμπτος unbending masc/fem acc sg ἄγναμπτος unbending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκναμπτον — ἄγναμπτος unbending masc/fem acc sg ἄγναμπτος unbending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγναμπτότατος — ἄγναμπτος unbending masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγναμπτότερος — ἄγναμπτος unbending masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνάμπτοιο — ἄγναμπτος unbending masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνάμπτοις — ἄγναμπτος unbending masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνάμπτοισιν — ἄγναμπτος unbending masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνάμπτῳ — ἄγναμπτος unbending masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκνάμπτοις — ἄγναμπτος unbending masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)