-
1 άγμα
-
2 ἄγμα
-
3 ἄγμα
ἄγμα, τό, Bruchstück, Plut. Philop. 6.
-
4 αγμα
-
5 ἄγμα
II = κλέμμα, Hsch. -
6 ἄγμα
-
7 σύν-αγμα
-
8 κάτ-αγμα
κάτ-αγμα, τό, Il ἰκατάγνυμι), der Bruch, Diosc. u. a. sp. Med., ion. κάτηγμα, Hippocr. – 2) ( κατάγω) die zum Spinnen fertig gemachte, gekrempelte Wolle, VLL. erkl. ἐρίου κατάσπασμα; Soph. τί γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰὸς ἐς μέσην φλόγα, übh. Wolle, Trach. 692; vgl. Ar. Lys. 583; Philyll. Poll. 7, 29; Plat. Polit. 282 e τῶν περὶ ξαντικὴν ἔργων μηκυνϑέν τε καὶ σχὸν πλάτος λέγομεν εἶναι κάταγμά τι.
-
9 ἄπ-αγμα
-
10 ἐπ-είς-αγμα
ἐπ-είς-αγμα, τό, das Hinzugebrachte, Soph. Phil. 755, l. d. für ἐπίσαγμα.
-
11 άγμασι
-
12 ἄγμασι
-
13 άγμασιν
-
14 ἄγμασιν
-
15 άγματα
-
16 ἄγματα
-
17 αγμάτων
-
18 ἀγμάτων
-
19 καταγμα
-
20 διάλλαγμα
II difference, D.H.7.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλλαγμα
См. также в других словарях:
άγμα — ἄγμα, τό (Α) [ἄγνυμι] θραύσμα, σύντριμμα, τεμάχιο … Dictionary of Greek
ἄγμα — fragment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμάτων — ἄγμα fragment neut gen pl ἀ̱γμάτων , ἆγμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγμασι — ἄγμα fragment neut dat pl ἄ̱γμασι , ἆγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγμασιν — ἄγμα fragment neut dat pl ἄ̱γμασιν , ἆγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγματα — ἄγμα fragment neut nom/voc/acc pl ἄ̱γματα , ἆγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Огамическое письмо — Тип: консонантно вокалическое Языки: древнеирландский … Википедия
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα … Wikipedia
Greek orthography — The orthography of the Greek language ultimately has its roots in the adoption of the Greek alphabet in the 9th century BC. Some time prior to that, one early form of Greek, Mycenaean, was written in Linear B, although there was a lapse of… … Wikipedia
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek