Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄγμα

См. также в других словарях:

  • άγμα — ἄγμα, τό (Α) [ἄγνυμι] θραύσμα, σύντριμμα, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • ἄγμα — fragment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγμάτων — ἄγμα fragment neut gen pl ἀ̱γμάτων , ἆγμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγμασι — ἄγμα fragment neut dat pl ἄ̱γμασι , ἆγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγμασιν — ἄγμα fragment neut dat pl ἄ̱γμασιν , ἆγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγματα — ἄγμα fragment neut nom/voc/acc pl ἄ̱γματα , ἆγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Огамическое письмо — Тип: консонантно вокалическое Языки: древнеирландский …   Википедия

  • Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα …   Wikipedia

  • Greek orthography — The orthography of the Greek language ultimately has its roots in the adoption of the Greek alphabet in the 9th century BC. Some time prior to that, one early form of Greek, Mycenaean, was written in Linear B, although there was a lapse of… …   Wikipedia

  • άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»