1 αγδην
(σύρειν τινὰ ἐπὴ τέν ἀρχήν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь > αγδην
άγδην — ἄγδην επίρρ. (Α) συρτά, σβαρνιστά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀγ (τού ρ. ἄγω) + παραγ. κατάλ. –δην] … Dictionary of Greek
ἄγδην — by carrying indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)