-
1 ἀγγέλλω
1 proclaimaἐθελήσω ξυνὸν· ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21
Πυθιάδος δἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.32
ἐθέλω χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.2
b of divinities, proclaim (in an oracle) ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι ( ἄγγειλε coni. Wil.) Pae. 2.77
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский