-
21 αγγάρω
-
22 ἀγγάρῳ
-
23 αγγάρων
-
24 ἀγγάρων
-
25 άγγελος
άγγελος οангел – дух предстоящий небесному Жертвеннику и Престолу Божьему. Ангелы считаются первыми творениями Бога. Составляют так называемые ангельские чины;ΦΡ.βλέπω τόν άγγελό μου — быть при смерти;Этим.заимствование в древнегреческом языке из иранского «άγγαρος» — «посыльный» -
26 ἀγγαρεύω
A press one to serve as an ἄγγαρος, generally, press into service, Ev. Matt.5.41, 27.32, OGI 665.24;κτήνη, πλοῖα PTeb.5.182
, 252 (ii B. C.), cf. PPetr.2p.64 (iii B. C.):—[voice] Pass., to be pressed into service, Men.440: metaph., to be constrained, Procop.Arc.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγαρεύω
-
27 ἀγγαρήιος
II Subst. [suff] ἀγγᾰρ-ήιον, τό, posting-system, Id.8.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγαρήιος
-
28 ἀγγαροφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγαροφορέω
-
29 ἀναρός
-
30 ἀνεγγάρευτος
ἀνεγγάρευτος, ον,A = ἀναγγ., free from obligation to serve asἄγγαρος. Sammelb. 4226
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεγγάρευτος
-
31 ἀγγαρευτής
ἀγγαρευτής, der einen ἄγγαρος Sendende -
32 ἀγγαρεύω
-
33 ἄγγελος
Grammatical information: m.Meaning: `messenger' (Il.).Dialectal forms: Perh. Myc. akero.Derivatives: Verb ἀγγέλλω `bring a message'. (Hom. ἀγγελίης m. `messenger' from false interpretation of the genetive ( τῆς) ἀγγελίης? Leumann Hom. Wörter 168ff.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]Etymology: Connection with Skt. áṅgiras-, name of mythical beings, is now abandoned. Perhaps an oriental LW [loanword]. Unacceptable vW.See also: Cf. ἄγγαρος.Page in Frisk: 1,8Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγγελος
-
34 ἐγγαρεύω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγγαρεύω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… … Dictionary of Greek
ἄγγαρος — mounted courier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγαρος ή αγγαρήιος — (από την περσ. λέξη άγκαρ = αγγελιαφόρος, γραμματοφόρος). Στην Περσία ονομαζόταν έτσι o έφιππος ταχυδρόμος των βασιλικών παραγγελιών. Το όνομα αυτό είχε και o «εκ διαδοχής αγγελιαφόρος», που ήταν ταχυδρόμος με άλογο του δημοσίου που το… … Dictionary of Greek
ἀγγάρου — ἄγγαρος mounted courier masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγάρους — ἄγγαρος mounted courier masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγάρῳ — ἄγγαρος mounted courier masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγγαροι — ἄγγαρος mounted courier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγγαρον — ἄγγαρος mounted courier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγαρεύω — (Α ἀγγαρεύω) επιβάλλω αναγκαστική και δίχως αμοιβή εργασία νεοελλ. αναθέτω σε κάποιον ενοχλητική δουλειά, επιφορτίζω αρχ. αναγκάζω κάποιον να υπηρετήσει ως άγγαρος, δηλ. ως ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγγαρεία μσν. ἀγγαρευτής.… … Dictionary of Greek
Angary — (Lat. jus angariae ; Fr. droit d angarie ; Ger. Angarie ; from the Gr. polytonic|ἀγγαρεία, (angaria) , the office of an polytonic|ἄγγαρος, courier or messenger), the name given to the right of a belligerent (most commonly, a government or other… … Wikipedia
Angaria (Roman law) — Angaria (from polytonic|ἄγγαρος, the Greek form of a Babylonian word adopted in Persian for mounted courier ), a sort of postal system adopted by the Roman imperial government from the ancient Persians, among whom, according to Xenophon (Cyrop.… … Wikipedia