-
1 άγαμος
-
2 ἄγαμος
-
3 αγαμος
21) неженатый, холостой Hom., Xen., Plut.Ἑλλάδος ἄ. στάχυς Anth. — не находящееся в браке население Эллады
2) незамужняя Trag.3) не заслуживающий названия бракаγάμος ἄ. Soph., Eur. — несчастный брак
-
4 άγαμος
άγαμος, -η, -οне состоявший в браке, неженатый -
5 ἄγαμος
ἄγαμος, ου, ὁ and ἡ (Hom. et al.; pap freq; Ath. 33:1) an unmarried man/woman, of both 1 Cor 7:8 (opp. γεγαμηκότες vs. 10 as X., Symp. 9, 7). Of men vs. 32; Agr 18; of women (Aeschyl. Suppl. 143; Hyperid. 2, 12 et al.) 1 Cor 7:34; ApcPt 11:26 (Klostermann notes Gebhardt’s restoration: ἄ[γαμοι τὰ βρέφη τεκο]ῦσαι, but in the text reads the adv. ἀγάμως); of divorced women 1 Cor 7:11. There is a curious usage in Mt 22:10 v.l. in ms. C.—DELG s.v. γαμέω. M-M. TW. -
6 ἄγαμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄγαμος
-
7 άγαμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άγαμος
-
8 άγαμος
η, ο [ος, ον ]1) не состоявший в браке; 2) холостой, неженатый; незамужняя -
9 ἄγαμος
неженатый, холостой, безбрачный; ж.р. незамужняя.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγαμος
-
10 άγαμος
I.ledigII.unverheiratet -
11 ἄγαμος
незамужняянеженатыйΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγαμος
-
12 ἄγαμος
2 безбрачный -
13 άγαμος
[агамос] επ. не состоящий в браке, холостой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άγαμος
-
14 ἄγαμος
-
15 άγαμος
[агамос] επ не состоящий в браке, холостой. -
16 ἄγαμος
-
17 ἄγαμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄγαμος
-
18 ἄγαμος
-
19 άγαμος
célibataire -
20 αγαμητος
См. также в других словарях:
ἄγαμος — unmarried masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαμος — η, ο (Α ἄγαμος, ον) [γάμος] ανύπαντρος αρχ. 1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος») 2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος … Dictionary of Greek
άγαμος — η, ο ανύπαντρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄγαμον — ἄγαμος unmarried masc/fem acc sg ἄγαμος unmarried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμοιο — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμοις — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμοισι — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμου — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμους — ἄγαμος unmarried masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμων — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμῳ — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)