-
1 ἁψίκορος
ἁψῐ-κορος, ον,A quickly sated: hence, fickle, Pl.Ax. 369a;ἁ. πρὸς τὰς ἐπιθυμίας οἱ νέοι Arist.Rh. 1389a6
, cf. D.Chr.32.28, Ph.2.312, al.;ποικιλώτατος καὶ ἁ. βίος Posidon.41
: τὸ ἁ., = ἁψικορία, Plu.Cor.4, Luc.Cal.21. Adv.- ρως Ph.1.214
, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁψίκορος
См. также в других словарях:
αψίκορος — η, ο (Α ἁψίκορος, ον) 1. αυτός που χορταίνει γρήγορα 2. ευμετάβλητος, άστατος νεοελλ. ευερέθιστος, οξύθυμος αρχ. αυτός που εύκολα χορταίνει ή ικανοποιεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + κόρος (Ι) < κορέννυμι «χορταίνω»] … Dictionary of Greek