-
1 αψικορία
ἁψικορίᾱ, ἁψικορίαrapid satiety: fem nom /voc /acc dualἁψικορίᾱ, ἁψικορίαrapid satiety: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἁψικορία
ἁψικορίᾱ, ἁψικορίαrapid satiety: fem nom /voc /acc dualἁψικορίᾱ, ἁψικορίαrapid satiety: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αψικορια
-
4 αψικορία
η см. αψίκορον -
5 ἁψικορία
ἁψῐ-κορία, ἡ,A rapid satiety, Plb.14.1.4, Plu.2.504d, Andronic.Rhod.p.572M.; fickleness,δίχα ὕβρεως καὶ ἁ. PLond.5.1711
(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁψικορία
-
6 ἁψικορία
-
7 αψικορίας
ἁψικορίᾱς, ἁψικορίαrapid satiety: fem acc plἁψικορίᾱς, ἁψικορίαrapid satiety: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἁψικορίας
ἁψικορίᾱς, ἁψικορίαrapid satiety: fem acc plἁψικορίᾱς, ἁψικορίαrapid satiety: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 αψικορον
-
10 αψικορίαν
-
11 ἁψικορίαν
-
12 ἁψίκορος
ἁψῐ-κορος, ον,A quickly sated: hence, fickle, Pl.Ax. 369a;ἁ. πρὸς τὰς ἐπιθυμίας οἱ νέοι Arist.Rh. 1389a6
, cf. D.Chr.32.28, Ph.2.312, al.;ποικιλώτατος καὶ ἁ. βίος Posidon.41
: τὸ ἁ., = ἁψικορία, Plu.Cor.4, Luc.Cal.21. Adv.- ρως Ph.1.214
, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁψίκορος
См. также в других словарях:
ἁψικορία — ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc/acc dual ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψικορία — η (Α ἁψικορία) [αψίκορος] 1. το να αισθάνεται κανείς γρήγορα κορεσμό για κάποιο πράγμα 2. η εύκολη ικανοποίηση και εναλλαγή των επιθυμιών … Dictionary of Greek
ἁψικορίας — ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem acc pl ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψικορίαν — ἁψικορίᾱν , ἁψικορία rapid satiety fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαρόξυντος — εὐπαρόξυντος, ον (Α) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπαρόξυντον ο εύκολος ερεθισμός, η οξυθυμία, η αψικορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οξύνω] … Dictionary of Greek