-
1 αρπάγμασι
-
2 ἁρπάγμασι
См. также в других словарях:
ἁρπάγμασι — ἅρπαγμα booty neut dat pl ἁρπάγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρπάγμασι
2 ἁρπάγμασι
ἁρπάγμασι — ἅρπαγμα booty neut dat pl ἁρπάγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)