-
1 αρπαλέος
-
2 ἁρπαλέος
-
3 ἁρπαλέος
1 to be eagerly seized, covetedοἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.65
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
-
4 ἁρπαλέος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁρπαλέος
-
5 ἁρπαλέος
Grammatical information: adj.Meaning: `devouring, greed; attractive, alluring' (Od.)Derivatives: Denom. ἁρπαλίζω `be eager to receive; exact greedily' (A.), ἁρπαλίζομαι ἀσμένως δέχομαι H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Dissimilation of ἀλπαλέος, to ἄλπνιστος (s. v.). The original form in Hesychius ἀλπαλαῖον (leg. - έον) ἀγαπητόν. Secondary connection with ἁρπάζω explains the spiritus asper and the development of the meaning. Debrunner GGA 1910, 14, Wackernagel KZ 43, 377f.Page in Frisk: 1,149Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁρπαλέος
-
6 ἁρπαλέος
A devouring, consuming, ([place name] Panticapaeum); greedy,παλάμη AP9.576
(Nicarch.);ἁ. καὶ οἷον δὴ οὖν ἀεὶ τῶν ὀθνείων ἐφίεσθαι Agath.4.13
: elsewh. only in Adv., greedily, eagerly,ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε.. ἁρπαλέως Od.6.250
, cf. 14.110;δέξεται ἁρπαλέως Thgn.1046
;ἁ. εὕδειν
gladly, pleasantly,Mimn.
12.8;ἁ. ἐπεχήρατο
vehemently,A.R.
4.56; once in Ar.,ἁ. ἀραμένη Lys. 331
(lyr.).II attractive, alluring, charming,κέρδεα Od.8.164
; ἁ. ἔρως, opp. ἀπηνής, Thgn.1353;ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Mimn.1.4
; δόσιν gift to be eagerly seized, Pi.P.8.65, cf. 10.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπαλέος
-
7 αρπαλέα
ἁρπαλέοςdevouring: neut nom /voc /acc plἁρπαλέᾱ, ἁρπαλέοςdevouring: fem nom /voc /acc dualἁρπαλέᾱ, ἁρπαλέοςdevouring: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
8 ἁρπαλέα
ἁρπαλέοςdevouring: neut nom /voc /acc plἁρπαλέᾱ, ἁρπαλέοςdevouring: fem nom /voc /acc dualἁρπαλέᾱ, ἁρπαλέοςdevouring: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
9 αρπαλέον
-
10 ἁρπαλέον
-
11 αρπαλέων
-
12 ἁρπαλέων
-
13 αρπαλέως
-
14 ἁρπαλέως
-
15 αρπαλέαις
-
16 ἁρπαλέαις
-
17 αρπαλέαν
-
18 ἁρπαλέαν
-
19 αρπαλέη
-
20 ἁρπαλέη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… … Dictionary of Greek
ἁρπαλέος — devouring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέα — ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc pl ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc/acc dual ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέον — ἁρπαλέος devouring masc acc sg ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέων — ἁρπαλέος devouring fem gen pl ἁρπαλέος devouring masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέως — ἁρπαλέος devouring adverbial ἁρπαλέος devouring masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέαις — ἁρπαλέος devouring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέη — ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέην — ἁρπαλέος devouring fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέης — ἁρπαλέος devouring fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέοιο — ἁρπαλέος devouring masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)