-
1 ἁρπέζα
-
2 ἁρπέζα
ἁρπέζα, ἅρπεζος, Hecke, Dornhecke; ἅρπιξ, Dornstrauch -
3 ἅρπεζος
ἁρπέζα, ἅρπεζος, Hecke, Dornhecke; ἅρπιξ, Dornstrauch
См. также в других словарях:
υπάρπεζος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από φράχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἅρπεζα / ἅρπεζος «φράχτης»] … Dictionary of Greek