-
1 ἁρπάκτειρα
ἁρπάκτειρα, ἡ, Räuberin, σπέρματος, heißt der Kranich, Ant. Sid. 105 (VII, 172).
-
2 αρπακτειρα
ἡ похитительница Anth. -
3 ἁρπάκτειρα
ἁρπάκτειρα, Räuberin, σπέρματος, heißt der Kranich -
4 ἁρπάκτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπάκτειρα
-
5 αρπάκτειραν
-
6 ἁρπάκτειραν
См. также в других словарях:
ἁρπάκτειραν — ἁρπάκτειρα fem acc sg ἁρπακτήρ robber fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)