-
1 αρμός
-
2 ἁρμός
-
3 ἁρμός
A joint, in masonry, IG1.322; in metal-work, Ph.Bel.77.39; ὁ προσιών, ἀπιὼν ἁ., front and back faces of blocks, IG 7.3073.106,112 (Lebad.), cf. 22.463.40: pl., fastenings of a door, E. Med. 1315, Hipp. 809; ἁ. χώματος λιθοσπαδής a fissure in the tomb made by tearing away the stones at their joining, S.Ant. 1216; chink in the fitting of a door,ἁρμῷ τὴν ὄψιν προσβαλεῖν D.H.5.7
, cf. Plu. Alex.3.2 bolt, peg,ἁ. ἐν ξύλῳ παγείς E.Fr.360.12
.3 shoulder-joint, Hippiatr.34. -
4 ἁρμός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁρμός
-
5 ἁρμός
ἁρμός, οῦ, ὁ (s. ἁρμόζω; Soph., X. et al.; SIG 970, 9; 972, 106; Sir 27:2; ApcSed 11:8 p. 134, 21 Ja; EpArist 71; Jos., Ant. 1, 78 v.l.) joint (schol. on Nicander, Ther. 781; 4 Macc 10:5; TestZeb 2:5) Hb 4:12.—M-M. -
6 ἁρμός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-0-0-2=2 4 Mc 10,5; Sir 27,2joint in the body 4 Mc 10,5; joining Sir 27,2→LSJ RSuppl(4 Mc 10,5) -
7 αρμοίς
-
8 ἁρμοῖς
-
9 αρμοίσι
-
10 ἁρμοῖσι
-
11 αρμοίσιν
-
12 ἁρμοῖσιν
-
13 αρμού
-
14 ἁρμοῦ
-
15 αρμοί
-
16 ἁρμοί
-
17 αρμούς
-
18 ἁρμούς
-
19 αρμώ
-
20 ἁρμῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁρμός — joint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμός — ο (AM ἁρμός) 1. η συναρμογή δύο αντικειμένων 2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών νεοελλ. 1. ρωγμή, χαραμάδα 2. κορυφή βουνού ή λόφου αρχ. το μάνταλο της θύρας … Dictionary of Greek
αρμός — ο 1. σημείο σύνδεσης ή συναρμογής, άρθρωση, κλείδωση. 2. η γραμμή που σχηματίζεται στα σημεία συναρμογής, η σχισμή, το κενό: Οι αρμοί στις πέτρες του τοίχου φαίνονται μεγάλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρμοῖς — ἁρμός joint masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῖσι — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῖσιν — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοί — ἁρμός joint masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῦ — ἁρμός joint masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμούς — ἁρμός joint masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμῷ — ἁρμός joint masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμόν — ἁρμός joint masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)