-
1 Αρμόδιος
-
2 αρμόδιος
-
3 ἁρμόδιος
-
4 άρμόδιος
-
5 αρμοδιος
-
6 Αρμοδιος
ὁ Гармодий ( соучастник Аристогитона в убийстве Гиппарха) Her. -
7 ἁρμόδιος
-
8 ἁρμόδιος
A fitting together, θύραι, metaph. of the lips, Thgn.422.II fitting,ἥβη Id.724
;δεῖπνον Pi.N.1.21
; ἀνθρώποις ἁρμόδιόν [ἐδτι] c. inf., Democr.187, cf. Aeschin.Socr.52;μέρη τῆς πολιτείας ἁ. τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a
;πᾶν σῶμα ἁ. εἶναι ψυχῇ Aen.Gaz.Thphr.p.60
B.: [comp] Comp.-ώτερος, γάμος Hld.1.21
: [comp] Sup.-ώτατος, ἔς τι Arr.Tact.16.4
; also, agreeable, Parth.16.2. Adv.- ως Plu.Arist.24
, PGiss.57.6 (vi/vii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρμόδιος
-
9 άρμόδιος
-
10 Ἀρμόδιος
Βλ. λ. Αρμόδιος -
11 Ἁρμόδιος
Βλ. λ. Αρμόδιος -
12 αρμόδιος
ο, ο [ία, ον] 1.1) компетентный, авторитетный; 2) уполномоченный, специально назначенный; 3) подходящий, соответствующий;αρμόδια στιγμή — подходящий момент;
2. (ο) компетентное лицо -
13 αρμόδιος
-
14 αρμόδιος
[армодиос] επ/ουσ подходящий, компетентный. -
15 αρμόδιος
responsibleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρμόδιος
-
16 ἀν-αρμόδιος
ἀν-αρμόδιος, unpassend, von ἁρμόζω, Suid.
-
17 ἐν-αρμόδιος
ἐν-αρμόδιος, = ἐν-αρμόνιος, Sp.
-
18 αρμοδιώτερον
ἁρμόδιοςfitting together: adverbial compἁρμόδιοςfitting together: masc acc comp sgἁρμόδιοςfitting together: neut nom /voc /acc comp sg -
19 ἁρμοδιώτερον
ἁρμόδιοςfitting together: adverbial compἁρμόδιοςfitting together: masc acc comp sgἁρμόδιοςfitting together: neut nom /voc /acc comp sg -
20 αρμόδι'
ἁρμόδια, ἁρμόδιοςfitting together: neut nom /voc /acc plἁρμόδιε, ἁρμόδιοςfitting together: masc voc sgἁρμόδιαι, ἁρμόδιοςfitting together: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
Ἀρμόδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμόδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμόδιος — fitting together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόδιος — α, ο (AM ἁρμόδιος, ία, ιον) ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα αρχ. ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ , αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)] … Dictionary of Greek
Αρμόδιος — ο κύρ. όνομα. Ο δεύτερος τυραννοκτόνος (ο άλλος ήταν ο Αριστογείτονας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρμόδιος — α, ο κατάλληλος, αυτός που από τη θέση του ή την ικανότητά του έχει το δικαίωμα ή το καθήκον να κρίνει ή να ενεργεί σε κάποιο ζήτημα: Ταλαιπωρηθήκαμε, ώσπου να βρούμε τον αρμόδιο για την υπόθεσή μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… … Dictionary of Greek
Χαμουδόπουλος, Αρμόδιος — (1861 – 1924). Νομομαθής που καταγόταν από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών του στην Ευαγγελική Σχολή, γράφτηκε στη Nομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1885. Από τότε άσκησε το δικηγορικό… … Dictionary of Greek
ἁρμοδιώτερον — ἁρμόδιος fitting together adverbial comp ἁρμόδιος fitting together masc acc comp sg ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοδιωτάτων — ἁρμόδιος fitting together fem gen superl pl ἁρμόδιος fitting together masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοδιώτατα — ἁρμόδιος fitting together adverbial superl ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)