Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁρμόδιος

См. также в других словарях:

  • Ἀρμόδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁρμόδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμόδιος — fitting together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμόδιος — α, ο (AM ἁρμόδιος, ία, ιον) ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα αρχ. ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ , αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)] …   Dictionary of Greek

  • Αρμόδιος — ο κύρ. όνομα. Ο δεύτερος τυραννοκτόνος (ο άλλος ήταν ο Αριστογείτονας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμόδιος — α, ο κατάλληλος, αυτός που από τη θέση του ή την ικανότητά του έχει το δικαίωμα ή το καθήκον να κρίνει ή να ενεργεί σε κάποιο ζήτημα: Ταλαιπωρηθήκαμε, ώσπου να βρούμε τον αρμόδιο για την υπόθεσή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… …   Dictionary of Greek

  • Χαμουδόπουλος, Αρμόδιος — (1861 – 1924). Νομομαθής που καταγόταν από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών του στην Ευαγγελική Σχολή, γράφτηκε στη Nομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1885. Από τότε άσκησε το δικηγορικό… …   Dictionary of Greek

  • ἁρμοδιώτερον — ἁρμόδιος fitting together adverbial comp ἁρμόδιος fitting together masc acc comp sg ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοδιωτάτων — ἁρμόδιος fitting together fem gen superl pl ἁρμόδιος fitting together masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοδιώτατα — ἁρμόδιος fitting together adverbial superl ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»