-
1 αρμοδιως
-
2 Αρμοδίως
-
3 Ἁρμοδίως
-
4 αρμοδίως
-
5 ἁρμοδίως
См. также в других словарях:
Ἁρμοδίως — Ἁρμόδιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοδίως — ἁρμόδιος fitting together adverbial ἁρμόδιος fitting together masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подобьно — (256) нар. 1.Равным образом, точно так же: мѹжь… послѹшавъ ѹчени˫а Ιѡанова, въ кафаликии цр҃квь пришедъ, приобьщисѧ, подобно же и женѣ приѡбьщитисѧ наказаше. (ὁμοίως) ГА XIV1, 254а; подобно же и слугы мучащихъ ст҃ы˫а. не имуть ѿвѣта рещи предъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθηκόντως — (Α) επίρρ. αρμοδίως, καταλλήλως, όπως πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καθ ήκων τού ρ. καθ ήκω] … Dictionary of Greek
προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek