-
1 αρμοδιώτατος
-
2 ἁρμοδιώτατος
См. также в других словарях:
ἁρμοδιώτατος — ἁρμόδιος fitting together masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρμοδιώτατος
2 ἁρμοδιώτατος
ἁρμοδιώτατος — ἁρμόδιος fitting together masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)