-
1 αρματοθεσίας
ἁρματοθεσίᾱς, ἁρματοθεσίαchariot-race: fem acc plἁρματοθεσίᾱς, ἁρματοθεσίαchariot-race: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἁρματοθεσίας
ἁρματοθεσίᾱς, ἁρματοθεσίαchariot-race: fem acc plἁρματοθεσίᾱς, ἁρματοθεσίαchariot-race: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἁρματοθεσίας — ἁρματοθεσίᾱς , ἁρματοθεσία chariot race fem acc pl ἁρματοθεσίᾱς , ἁρματοθεσία chariot race fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)