-
1 απλοικής
-
2 ἁπλοικῆς
См. также в других словарях:
ἁπλοικῆς — ἁπλοικός simple fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελλανός — ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από την πόλη Ατέλλα της Καμπανίας 2. θεατρ. «ατελλανό δράμα» η παλαιότερη αυτόχθονη ιταλική φάρσα, τύπος ίσως απλοϊκής αυτοσχέδιας κωμωδίας που απεικόνιζε τυποποιημένους χαρακτήρες … Dictionary of Greek
μιούζικαλ — Είδος θεατρικού και κινηματογραφικού θεάματος, που εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 19ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ και χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη τριών στοιχείων: του πεζού λόγου, του χορού και του τραγουδιού. Το είδος αυτό –που είχε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek