Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁπλοικοῦ

См. также в других словарях:

  • ἁπλοικοῦ — ἁπλοικός simple masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • Θερβάντες Σααβέντρα, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Saavedra Cervantes, Αλκαλά ντε Ενάρες, Μαδρίτη 1547 – 1616). Ισπανός συγγραφέας. Ο Θ. έζησε κατά την ιστορική περίοδο της νίκης της Ισπανίας στη Ναύπακτο και της ήττας της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου B’. Έλαβε ενεργό μέρος στα… …   Dictionary of Greek

  • Ντίρινγκ, Καρλ Όιγκεν — (Eugen Karl Duhring, Βερολίνο 1833 – Νόβαβες, Βερολίνο 1921). Γερμανός θετικοκρατικός οικονομολόγος και φιλόσοφος. Μαχητικός συγγραφέας, υποστήριξε με φανατισμό τις θέσεις ενός υλιστικού και αισιόδοξου θετικισμού. Τα έργα του, ανάμεσα στα οποία Η …   Dictionary of Greek

  • Ντοντέ — (Daudet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων συγγραφέων. 1. Αλφόνς (Alphonse, Νιμ 1840 – Παρίσι 1897). Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στην ποίηση και στο θέατρο, κι έπειτα συνεργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες. Το βιβλίο που ανέδειξε τις… …   Dictionary of Greek

  • Ριχτχόφεν, Φερδινάνδος Παύλος Γουλιέλμος — (Richthofen, 1833 – 1903). Γερμανός γεωγράφος και γεωλόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και Βερολίνου. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Βόνης (1875 79), Λιψίας (1883 86) και Βερολίνου (από το 1886). Υπήρξε πρόεδρος της… …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

  • φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»