-
1 απληγίς
-
2 ἁπληγίς
-
3 ἁπληγίς
-
4 απληγις
-
5 ἁπληγίς
A = ἁπλοΐς (as Subst.), a single upper garment or cloak, opp. διπληγίς, S.Fr. 777, Ar.Fr.54, Herod.5.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπληγίς
-
6 ἁπληγίς
-
7 απληγίδας
-
8 ἁπληγίδας
-
9 απληγίδος
-
10 ἁπληγίδος
-
11 ἁπλοΐς
A simple, single,ἁπλοΐδες χλαῖναι Il.24.230
, Od.24.276: as Subst., single garment, = ἁπληγίς, AP5.293 (Agath.).
См. также в других словарях:
απληγίς — ἀπληγίς ( ίδος), η (AM) μονό ιμάτιο, απλοΐς … Dictionary of Greek
ἁπληγίς — a single upper garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπληγίδας — ἁπληγίς a single upper garment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπληγίδος — ἁπληγίς a single upper garment fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)