Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἁπαλόχροος

См. также в других словарях:

  • απαλόχροος — ἁπαλόχροος, ον κ. χρους, ουν (Α) αυτός που έχει απαλό τρυφερό δέρμα …   Dictionary of Greek

  • ἁπαλόχροος — soft skinned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλόχροον — ἁπαλόχροος soft skinned masc/fem acc sg ἁπαλόχροος soft skinned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλόχρουν — ἁπαλόχροος soft skinned masc/fem acc sg ἁπαλόχροος soft skinned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλόχροα — ἁπαλόχροος soft skinned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλόχροας — ἁπαλόχροος soft skinned masc/fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλόχροι — ἁπαλόχροος soft skinned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλόχροοι — ἁπαλόχροος soft skinned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλόχρως — ἁπαλόχροος soft skinned adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • απαλόχρως — ἁπαλόχρως ( ωτος), ο, η ο απαλόχροος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»