-
1 ἁπαλοτρεφής
ἁπᾰλο-τρεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπαλοτρεφής
-
2 ἁπαλοτρεφής
ἁπαλο-τρεφής, ές: tender-fed, ‘fattened;’ σίαλος, Il. 21.363†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁπαλοτρεφής
См. также в других словарях:
τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] … Dictionary of Greek
ολιγοτρεφής — ὀλιγοτρεφής, ές (ΑΜ) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] … Dictionary of Greek
πολυτρεφής — ές, ΜΑ πολυτραφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] … Dictionary of Greek