Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁμίλλημα

См. также в других словарях:

  • αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία …   Dictionary of Greek

  • ἁμιλλήματα — ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλήμαθ' — ἁμιλλήματα , ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc pl ἁμιλλήματι , ἁμίλλημα conflict neut dat sg ἁμιλλήματε , ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»