-
1 αμιλλημα
-
2 ἁμίλλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμίλλημα
-
3 αμιλλήμαθ'
ἁμιλλήματα, ἁμίλλημαconflict: neut nom /voc /acc plἁμιλλήματι, ἁμίλλημαconflict: neut dat sgἁμιλλήματε, ἁμίλλημαconflict: neut nom /voc /acc dual -
4 ἁμιλλήμαθ'
ἁμιλλήματα, ἁμίλλημαconflict: neut nom /voc /acc plἁμιλλήματι, ἁμίλλημαconflict: neut dat sgἁμιλλήματε, ἁμίλλημαconflict: neut nom /voc /acc dual -
5 αμιλλήματα
-
6 ἁμιλλήματα
См. также в других словарях:
αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία … Dictionary of Greek
ἁμιλλήματα — ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλήμαθ' — ἁμιλλήματα , ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc pl ἁμιλλήματι , ἁμίλλημα conflict neut dat sg ἁμιλλήματε , ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek