-
121 ὀθέτη
ὀθέτη· ἅμαξα ἡμιονική, Hsch. (Cf. ὄθιζα.) [full] ὀθεύει· ἄγει, φροντίζει, Id. (Cf. ὀθρεῖν, and v. sq.) [full] ὀθέω, only ὀθέων· φροντίζων, and ὄθεσαν· ἐπεστράφησαν, Id. [full] ὄθη· φροντίς, ὤρα, φόβος, λόγος, Id. [full] ὄθημον· ὑστερινόν, Id. -
122 ὀνημάξιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνημάξιον
-
123 ὄθιζα
ὄθιζα· ἅμαξα ἡμιονική, Hsch. (Cf. ὀθέτη.) -
124 ἀμαξιτός
ἀμαξιτός ( ἄμαξα): wagon - road, strictly adj., sc. ὁδός, Il. 22.146†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμαξιτός
-
125 ἡμιόνειος
ἡμι-όνειος: of mules; ἅμαξα, ζυγόν, mule-wagon, mule-yoke, Od. 6.62, Il. 24.268.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἡμιόνειος
-
126 ἁρμάμαξα
ἁρμ-άμαξα (ein persisches Wort), ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen; übh. ein Lastwagen -
127 ἡμιόνειος
ἡμιόνειος, α, ον, von Mauleseln; ἅμαξα ἡμιονείη, ein von Mauleseln gezogener Wagen -
128 μονόστροφος
μονό-στροφος, aus einer Strophe bestehend; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren
См. также в других словарях:
ἁμάξα — ἁμάξᾱ , ἄμαξα frame work fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμαξα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαξα — frame work fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμαξα — ἄμαξα frame work fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Ἀμάξας — Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem acc pl Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάξας — ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάξας — ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl (attic) ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαξάων — Ἀμαξά̱ων , Ἄμαξα fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)