-
1 αμαρτινόου
-
2 ἁμαρτινόου
См. также в других словарях:
ἁμαρτινόου — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμαρτινόου
2 ἁμαρτινόου
ἁμαρτινόου — ἁμαρτίνοος erring in mind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)