-
1 ἁμαξ-ήρης
-
2 ἁμαξήρης
ἁμαξ-ήρης, an den Wagen gefügt, Wagensitz; Landstraße
См. также в других словарях:
λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek