Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁμαξ-ίς

См. также в других словарях:

  • Χαλινίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έβαλε χαλινάρι στον Πήγασο, που βοήθησε τον Βελλεροφόντη να τόν χαλιναγωγήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἁμαξ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • αμαξελάτης — ἁμαξελάτης, ο (Μ) βλ. αμαξηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ελάτης < ἐλαύνω, μτγν. τ. όπου δεν ίσχυσε ο νόμος τής «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το αρχαίο σύνθετο (ἁμαξ)ηλάτης με η ] …   Dictionary of Greek

  • βουλυτός — βουλυτός, ο (Α) 1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα 2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσάδα — η η μυρωδιά τού θαλασσινού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. άδα* (πρβλ. αμαξ άδα, βαρκ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλάτης — ο (AM κωπηλάτης, Μ και κωπελάτης) αυτός που χειρίζεται τα κουπιά, ερέτης («ὡς κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ὡς πλωρήτης», Πρόδρ.) νεοελλ. στον πληθ. ζωολ. οι κωπηλάτες ομοταξία χιτωνοζώων αρχ. φρ. («κωπηλάτης πολύπους» είδος πολύποδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • μουλαράς — ο 1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός 2. ιδιοκτήτης μουλαριών 3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ άς, ψωμ άς)] …   Dictionary of Greek

  • νεηλάτης — νεηλάτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰθύνων ἢ ἐλαύνων τὴν ναῡν», ο κωπηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ηλάτης, κωπηλάτης. Το η τού τ. (αντί ελάτης) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • ποινήλατος — ον, Α 1. αυτός που καταδιώκεται από τις Ποινές, από τις Ερινύες 2. αυτός τον οποίο οι Ερινύες εμβάλλουν σε κάποιον («ποινήλατος μανία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»