-
1 ἁμαξηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξηλάτης
-
2 ἁμαξαία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξαία
-
3 ἁμαξάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξάρχης
-
4 ἁμαξαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξαῖος
-
5 ἁμαξεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξεία
-
6 ἁμαξεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξεύς
-
7 ἁμαξεύω
2 metaph., ἁ. βίοτον drag on a weary life, AP9.574.II intr., to be a wagoner, Plu.Eum.1; travel in a wagon, AP7.478 (Leon.); live in wagons, of Scythians, Philostr. VA7.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξεύω
-
8 ἁμαξηγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξηγός
-
9 ἁμαξηδόνια
ἁμαξ-ηδόνια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξηδόνια
-
10 ἁμαξηλατέω
A drive a wagon, Hsch. s.v. ἀμπρεύειν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξηλατέω
-
11 ἁμαξήλατος
ἁμαξ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξήλατος
-
12 ἁμαξήποδες
ἁμαξ-ήποδες, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξήποδες
-
13 ἁμαξήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξήρης
-
14 ἁμαξιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξιαῖος
-
15 ἁμαξικός
A for wagon, Thphr.HP5.7.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξικός
-
16 ἁμάξιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμάξιον
-
17 ἁμαξίς
2 = ἁμάμαξυς, Hsch. -
18 ἁμαξίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξίτης
-
19 ἁμαξιτός
A ibo) traversed by wagons,ἁ. ὁδός
carriage-road, high-road, highway,Pi.
N.6.54, X.An.1.2.21; without ὁδός, as Subst., Il.22.146, h.Cer. 177, Thgn.599, Hdt.7.200, IG4.926 (Epid.), Tab.Heracl.1.60; ἐν τριπλαῖς ἁ. in a place where three ways meet, S.OT 716, etc.2 metaph.,πειθοῦς ἁ. Emp.133
;μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν Pi.P.4.247
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξιτός
-
20 ἁμαξουργία
ἁμαξ-ουργία, ἡ,A = ἁμαξοπηγία, Thphr.HP3.10.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξουργία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Χαλινίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έβαλε χαλινάρι στον Πήγασο, που βοήθησε τον Βελλεροφόντη να τόν χαλιναγωγήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἁμαξ ῖτις)] … Dictionary of Greek
αμαξελάτης — ἁμαξελάτης, ο (Μ) βλ. αμαξηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ελάτης < ἐλαύνω, μτγν. τ. όπου δεν ίσχυσε ο νόμος τής «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το αρχαίο σύνθετο (ἁμαξ)ηλάτης με η ] … Dictionary of Greek
βουλυτός — βουλυτός, ο (Α) 1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα 2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός… … Dictionary of Greek
θαλασσάδα — η η μυρωδιά τού θαλασσινού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. άδα* (πρβλ. αμαξ άδα, βαρκ άδα)] … Dictionary of Greek
καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… … Dictionary of Greek
κωπηλάτης — ο (AM κωπηλάτης, Μ και κωπελάτης) αυτός που χειρίζεται τα κουπιά, ερέτης («ὡς κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ὡς πλωρήτης», Πρόδρ.) νεοελλ. στον πληθ. ζωολ. οι κωπηλάτες ομοταξία χιτωνοζώων αρχ. φρ. («κωπηλάτης πολύπους» είδος πολύποδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
μουλαράς — ο 1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός 2. ιδιοκτήτης μουλαριών 3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ άς, ψωμ άς)] … Dictionary of Greek
νεηλάτης — νεηλάτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰθύνων ἢ ἐλαύνων τὴν ναῡν», ο κωπηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ηλάτης, κωπηλάτης. Το η τού τ. (αντί ελάτης) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] … Dictionary of Greek
ποινήλατος — ον, Α 1. αυτός που καταδιώκεται από τις Ποινές, από τις Ερινύες 2. αυτός τον οποίο οι Ερινύες εμβάλλουν σε κάποιον («ποινήλατος μανία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek