-
1 ἁμαξόποδες
ἁμαξό-ποδες, οἱ,A = ἁμαξήποδες, Vitr.10.14.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξόποδες
-
2 ἁμαξόποδες
ἁμαξό-ποδες, Achsenscheeren, arbusculae, in quibus versantur rotarum axes -
3 ἁμαξή-ποδες
ἁμαξή-ποδες, Poll. 1, 253, ἁμαξίποδες Hesych. die Wagenrungen, od. Büchsen, ὑφ' ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος, s. ἁμαξόποδες.
См. также в других словарях:
αμαξόποδες — οι υποστηρίγματα τού σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. τού ουσ. πους, ποδός] … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek