-
1 ἁμαξοκυλιστής
A down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in pl., name of a Megarian family, Plu.2.304e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξοκυλιστής
См. также в других словарях:
πετροκυλιστής — ὁ, Α αυτός που κυλάει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + *κυλιστής (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. αμαξο κυλιστής] … Dictionary of Greek