Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁμαξουργός

См. также в других словарях:

  • ἁμαξουργός — cartwrights masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαξουργός — ο (Α ἁμαξουργός) κατασκευαστής αμαξών, αμαξοποιός αρχ. φρ. «οὐδέν ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», κατά την έκφραση αμαξουργών, χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ουργός < ἔργον. ΠΑΡ. αμαξουργία νεοελλ. αμαξουργείο] …   Dictionary of Greek

  • αμαξουργός — ο ο αμαξοποιός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁμαξουργοί — ἁμαξουργός cartwrights masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξουργοῦ — ἁμαξουργός cartwrights masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξουργούς — ἁμαξουργός cartwrights masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • αγριοπηγός — ο (Μ) αυτός που επεξεργάζεται άγρια ξύλα, κυρίως ο αμαξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριο + πηγός < πήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • αμαξουργία — η (Α ἁμαξουργία) [αμαξουργός] η αμαξοποιία* …   Dictionary of Greek

  • αμαξουργείο — το [αμαξουργός] το αμαξοποιείο* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»