-
1 αμαξηλάτους
-
2 ἁμαξηλάτους
См. также в других словарях:
ἁμαξηλάτους — ἁμαξήλατος traversed by wagons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμαξηλάτους
2 ἁμαξηλάτους
ἁμαξηλάτους — ἁμαξήλατος traversed by wagons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)