-
1 αλυσηδόν
-
2 ἁλυσηδόν
-
3 ἁλυσηδόν
ἁλῠσηδόν, Adv.A in chains, Man.4.486.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλυσηδόν
См. также в других словарях:
αλυσηδόν — ἁλυσηδὸν επίρρ. (Α) [ἅλυσις] στις αλυσίδες, με αλυσίδες … Dictionary of Greek
ἁλυσηδόν — in chains indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… … Dictionary of Greek