-
1 Αλάν
-
2 άλαν
ἄλᾱν, ἄληwandering: fem acc sg (doric aeolic)——————ἄλᾱν, ἄληwandering: fem acc sg (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 1imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 1imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 2seize: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 2seize: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
3 αλάν
ἄληwandering: fem gen pl (doric aeolic)ἀλέαavoiding: fem acc sg (doric)——————ἁλήsalt-works: fem gen pl (doric aeolic) -
4 Αλαν
-
5 Ἄλαν
-
6 ἀλᾶν
Βλ. λ. αλάν -
7 ἁλᾶν
Βλ. λ. αλάν -
8 ἄλαν
Βλ. λ. άλαν -
9 ἅλαν
Βλ. λ. άλαν -
10 Ἀλᾶν
Βλ. λ. Αλάν -
11 Ἁλᾶν
Βλ. λ. Αλάν -
12 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
13 ἀσκάλευτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκάλευτος
См. также в других словарях:
Ἀλᾶν — Ἄλης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλᾶν — ἄλη wandering fem gen pl (doric aeolic) ἀλέα avoiding fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλᾶν — Ἅλη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλᾶν — ἁλή salt works fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλαν — Ἄλᾱν , Ἄλης masc acc sg (epic doric aeolic) Ἄλης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλαν — ἄλᾱν , ἄλη wandering fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλαν — ἄλᾱν , ἄλη wandering fem acc sg (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 1 imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 1 imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 2 seize imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 2 seize imperf ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… … Dictionary of Greek
Μακ Ντάιαρμιντ, Άλαν — (Alan MacDiarmid, Μάστερτον, Νέα Ζηλανδία 1927 –). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια και συνέχισε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, στις ΗΠΑ, για διδακτορικό τίτλο και αργότερα στο Κουίνς Κόλετζ του Πανεπιστημίου… … Dictionary of Greek
Κάνινγκχαμ, Άλαν — (Alan Cunningham, 1791 – 1839). Βρετανικός βοτανολόγος και εξερευνητής. Επισκέφθηκε πολλά μέρη της υδρογείου, σταλμένος από τη βρετανική κυβέρνηση για τη συλλογή διαφόρων ειδών φυτών. Το 1816 έφτασε στην Αυστραλία, όπου επιδόθηκε σε εξερευνητικά… … Dictionary of Greek
Κόρμακ, Άλαν — (Allan Cormack, Γιοχάνεσμπουργκ 1924 – 1998). Αμερικανός φυσικός, νοτιοαφρικανικής καταγωγής. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ της Αγγλίας. Αργότερα… … Dictionary of Greek