-
1 ἁλί-στρεπτος
ἁλί-στρεπτος, im Meere hin- und hergeworfen, ναῠς Antiph. 6 (IX, 84).
-
2 ἁλίστρεπτος
ἁλί-στρεπτος, ἁλι-στρεφής, im Meere hin- und hergeworfen -
3 ἁλιστρεφής
ἁλί-στρεπτος, ἁλι-στρεφής, im Meere hin- und hergeworfen -
4 αλιστρεπτος
См. также в других словарях:
αλίστρεπτος — ἁλίστρεπτος, ον (Α) ο ἁλίπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στρεπτός < στρέφω] … Dictionary of Greek