-
1 ἁλίπλαγκτος
ἁλί-πλαγκτος, ον,A sea-roaming,ὦ Π άν, Πὰν ἁλίπλαγκτε.. φάνηθι S.Aj. 695
;Τρίτων AP6.65
(Paul. Sil.);ἔχις IG2.1660
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίπλαγκτος
-
2 αλιπλαγκτος
См. также в других словарях:
ηερόπλαγκτος — ἠερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + πλαγκτος (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. αλί πλαγκτος, πολυ πλαγκτος] … Dictionary of Greek
αλίπλαγκτος — ἁλίπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται στη θάλασσα ή κοντά σ’ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + ρηματ. επίθ. πλαγκτός < πλάζω «κάνω κάποιον να περιπλανιέται»] … Dictionary of Greek