Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἁλί-κλυστος

См. также в других словарях:

  • θαλασσόκλυστος — θαλασσόκλυστος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται τοποθετημένος πάνω στην ακτή και σκεπάζεται από τα κύματα τη στιγμή που σπάνε. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • κυματόκλυστος — κυματόκλυστος, ον (Μ) αυτός που περιβρέχεται από κύματα, κυματόβρεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κλυστος (< κλύζω), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»