-
1 αλιτρυτος
-
2 ἁλίτρυτος
ἁλί-τρῡτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίτρυτος
-
3 ἁλίτρῡτος
ἁλί-τρῡτος, vom Meere ermüdet, der sich am Meere abgearbeitet hat -
4 αλιτρύτοιο
-
5 ἁλιτρύτοιο
-
6 αλιτρύτοισιν
-
7 ἁλιτρύτοισιν
-
8 αλιτρύτου
-
9 ἁλιτρύτου
См. также в других словарях:
αλίτρυτος — ἁλίτρυτος, ον (Α) ο κατατρυχόμενος από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένος ή χτυπημένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, φθείρω καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
ἁλιτρύτοιο — ἁλιτρύ̱τοιο , ἁλίτρυτος sea beaten masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιτρύτοισιν — ἁλιτρύ̱τοισιν , ἁλίτρυτος sea beaten masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιτρύτου — ἁλιτρύ̱του , ἁλίτρυτος sea beaten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)