-
1 αλίρραντος
-
2 ἁλίρραντος
-
3 αλιρραντος
-
4 ἁλίρραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίρραντος
-
5 ἁλίῤῥαντος
-
6 αλίρραντον
-
7 ἁλίρραντον
-
8 αλιρράντοιο
-
9 ἁλιρράντοιο
-
10 αλιρράντους
-
11 ἁλιρράντους
-
12 αλιρράντω
-
13 ἁλιρράντῳ
-
14 αλιρράντωι
-
15 ἁλιρράντωι
См. также в других словарях:
αλίρραντος — ἁλίρραντος, ον (Α) αυτός που ραντίζεται, βρέχεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραντος < ρηματ. επίθ. ῥαντός < ῥαίνω «ραντίζω»] … Dictionary of Greek
ἁλίρραντος — sea surging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίρραντον — ἁλίρραντος sea surging masc/fem acc sg ἁλίρραντος sea surging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρράντοιο — ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρράντους — ἁλίρραντος sea surging masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρράντῳ — ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
ἁλιρράντωι — ἁλιρράντῳ , ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)