Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁλίπλοοι

См. также в других словарях:

  • ἁλίπλοοι — ἁλίπλοος covered with water masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενναίω — ἐννιαίω (Α) [ναίω] 1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῑ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.) 2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ. β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»