Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἁλίζωος

См. также в других словарях:

  • αλίζωος — ἁλίζωος, ον (AM) 1. αυτός που ζει πάνω ή μέσα στη θάλασσα 2. αυτός που αποζεί από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ζωος (< ζωή)] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιζώοις — ἁλίζωος living on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίζωοι — ἁλίζωος living on masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • γλυκόζωος — η, ο 1. (για πρόσωπα) αυτός που ζει χαρούμενα 2. (για τον χρόνο) αυτός που περνά ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + ζωος < ζωή (πρβλ. αλίζωος, αρτίζωος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»