-
1 αλιδονος
См. также в других словарях:
ἁλίδονα — ἁλίδονος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
αλιδινής — ἁλιδινής, ὲς και ἁλίδονος, ον (Α) αυτός που κλυδωνίζεται από τη θάλασσα ή μέσα σ’ αυτήν, που ρίχνεται εδώ κι εκεί, ο θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δονος (< δονῶ)] … Dictionary of Greek
dei̯ǝ-2 (di̯ā-, di̯ǝ-, dī-) — dei̯ǝ 2 (di̯ā , di̯ǝ , dī ) English meaning: to swing, move Deutsche Übersetzung: ‘sich schwingen, herumwirbeln (Balt and partly griech.); eilen, nacheilen, streben” Material: O.Ind. dī yati “flies, hovers”; Gk. δῖνος m. “whirl,… … Proto-Indo-European etymological dictionary